< ἀλήλιμμαι
2 ἄλημα >
1 ἄλημα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
harina fina
Hsch.
2
fig. ref. Ulises
pura astucia
κακοπινέστατον ἄ. στρατοῦ
S.
Ai
.381, cf. 389.